Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἀθάνατόν τι ζῷον

  • 1 πλασσω

         πλάσσω
        атт. πλάττω (fut. πλάσω, aor. ἔπλᾰσα - поэт. тж. ἔπλασσα и πλάσσα, pf. πέπλᾰκα; pass.: aor. ἐπλάσθην, pf. πέπλασμαι)
        1) лепить
        

    (ἐκ κηροῦ Plat.; τέν ὑδρίαν Arph.; ἀγγεῖον Arst.)

        κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Plat. — вылепленные из воска изображения;
        οἱ πλάττοντες Dem.гончары

        2) отливать
        3) формировать, образовывать
        

    (τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τοὺς νόμους τῷ λόγῳ Plat.)

        τὸ στόμα π. Plat.складывать губы (досл. рот) (для произнесения какого-л. звука)

        4) строить в воображении, воображать, представлять себе
        5) выдумывать, измышлять
        

    (ψευδῆ Xen.; προφάσεις Dem.)

        τί λόγους πλάττεις ; Dem. — что ты выдумываешь?;
        δόξω πλάσας λέγειν Her. — подумают, что я сочиняю;
        πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ Lys. — прикидываться другим, притворяться;
        οὐ πεπλασμένος ὅ κόμπος Aesch.это не пустые слова

    Древнегреческо-русский словарь > πλασσω

См. также в других словарях:

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • φρούριο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τρανοβάλτου. * * * το / φρούριον, ΝΜΑ, και φρουρεῑον Μ, και φρώριον Α [φρουρός] 1. οχυρό συγκρότημα εγκαταστάσεων για την προστασία ενός τόπου από εχθρική επίθεση,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»